- ευωρία
- (I)εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος Ι]1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».————————(II)εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος II]η ωραιότητα τής εποχής, τής ώρας, η ευκρασία.
Dictionary of Greek. 2013.